παγκευθῆ

παγκευθῆ
παγκευθής
all-concealing
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
παγκευθής
all-concealing
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
παγκευθής
all-concealing
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… …   Dictionary of Greek

  • παγκευθής — παγκευθής, ές (Α) 1. (με ενεργ σημ.) αυτός που κρύβει τα πάντα («τὰν παγκευθῆ κάτω νεκρών πλάκα», Σοφ. 2. (με παθ. σημ.) ολωσδιόλου κρυμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + κευθής (< κεῦθος < κεύθω «κρύβω»), πρβλ. μελαγ κευθής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”